Παραδόσεις της Ελλάδας


Στους ξέφρενους ρυθμούς της καθημερινότητάς μας, εντυπωσιασμένοι από τα αλματώδη βήματα της τεχνολογίας μας λησμονήσαμε μια άλλη όψη της Ελλάδας. Τη Στοιχειωμένη Ελλάδα. Μια χώρα που αφθονεί σε παράξενες και ανεξήγητες ιστορίες,σε αφηγήσεις που σε οδηγούν σε μαγευτικά τοπία, φυσικά άβατα, μονοπάτια που οδηγούν στο «πουθενά». Ιστορίες ντυμένες με ξωτικές μελωδίες, περίεργες κραυγές, καλπασμούς του υπερφυσικού που σηματοδοτούν την ύπαρξή του αφήνοντας τα δικά του σημάδια. Μάγισσες και νεράιδες, περίεργα και αλλόκοτα όντα, δαιμόνια ή στοιχειά, νυκτόβια πλάσματα. Πτυχές μιας κρυφής από τα φώτα των πόλεων Ελλάδας, μιας καταπατημένης Ελλάδας από τη ρουτίνα των μεγαλοπόλεων. Και το ταξίδι αρχίζει…

Στα παλαιότερα χρόνια, τα χωριά και οι κωμοπόλεις της Ελλάδας, είχαν το καθένα να αφηγηθούν κάτι ξεχωριστό κάτι παράξενο. Οι άνθρωποι πιο απλοί και «προσγειωμένοι» έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής τους, έβλεπαν καθαρά. Αν και τεχνολογικά αναπτυχθήκαμε ωστόσο οι παραδόσεις και οι ιστορίες παρέμειναν καθάριες σαν τους ανθρώπους που τις διηγήθηκαν…

Το σκοτάδι στην Ελλάδα θεωρούνταν απόμακρο ο,τι και σήμερα αλλά με πιο πρωτογονικό χαρακτήρα! Ο λιγοστός φωτισμός τα βράδια και οι ολιγοπερπατούντες τη νύχτα σχημάτιζαν μια αιθέρια αντίληψη περί της νυχτός! Στη Στερεά Ελλάδα οι μεγαλύτεροι φώναζαν στα παιδιά το βράδυ :«κοιμήσου γιατί θα σε φάει η μαμμότα»-μαμμότα δηλαδή μαμ-μότα, μήπως μόρα;-μαμ έλεγε από μικρό το παιδί!

Οι παλαιότεροι είχαν συνυφασμένη τη ζωή τους με τέτοια όντα. Το βράδυ τύχαινε να κάνουν διάφορες αγροτικές δουλειές, όπως πότισμα του χωραφιού, και δεν ήταν λίγες οι συναντήσεις τους με εξωδιαστασιακά όντα. Όλοι είχαν ακούσει σε χωράφια και δάση-χωρίς να υπάρχουν δρόμοι χαραγμένοι- ποδοβολητά «ωσάν να περνά ιππικό ολόκληρο παιδί μου»…

Τι ήταν τελικά αυτό το ποδοβολητό;

Πολλοί οδοιπόροι των παλαιότερων χρόνων μας διηγούνται πολλές και ενδιαφέρουσες ιστορίες! Στην Αθήνα ενώ πολλοί έβγαιναν από την πόλη για τα αγροκτήματά τους στο γυρισμό το βράδυ, έβλεπαν από πίσω τους «ένα σωρό καλλικαντζαραίους να μου φωνάζουν και να παίζουν με το γάιδαρο»… «εκαθόμουν στο πλατάνι και επτά γυναίκες κατάξανθες και γυμνές χόρευαν δίπλα από το κοπάδι μου»…

Έπειτα είχαμε συχνά την εμφάνιση του λεγόμενου «συνοδοιπόρου»,πολλοί το παρομοιάζουν με ξωτικό και άλλοι το αποδίδουν σε πανουργία του διαβόλου.Πολλοί ταξιδιώτες είχαν παρατηρήσει στο δρόμο τους ένα παράξενο φως μπροστά τους σε κοντινή απόσταση που αργότερα ερχόταν και τους «καβάλαγε»-μώρα πιθανόν, οι ιρλανδέζικες παραδόσεις το αποδίδουν στη γριά που ίππευε την Πούκα, το άλογο των πνευμάτων- εμποδίζοντάς τους και πνίγοντας τους ώστε να αργοανασαίνουν, ευτυχώς χωρίς κατάληξη! Σε πολλές περιοχές πάλι το συναντούσαν σαν άνθρωπο καταμεσής του δρόμου που ρωτούσε νέα για το χωριό ή προθυμοποιούταν να συνοδεύσει τον οδοιπόρο, ο οποίος είχε καταλάβει ότι πρόκειται για ξωθιό και έλεγε την προσευχή του με συνέπεια να εξαφανιζόταν η παρουσία αυτή από μπροστά του.


Υπάρχουν πολλοί επίσης σε χωριά της Αχαΐας και της στερεάς Ελλάδας που αναφέρουν πως είδαν παρουσίες παράξενων ειδών πουλιών πάνω σε δέντρα, μεγάλα σε μέγεθος και κρυμμένα σε σημείο που να απορείς πως ένα τέτοιο πουλί χώρεσε εκεί μέσα…

Τα νησιά επίσης αφθονούσαν από τέτοιες παραδόσεις! Στη Σίκινο, Σάμο όλοι γνωρίζουν για τις «ανεράιδες», πολύ όμορφες γυναίκες που διασκέδαζαν κοντά σε πηγές, αρπάζοντας για το γλέντι τους τραγουδιστάδες και βιολιτζήδες, αλλά και παλικάρια που κοιμόντουσαν μαζί τους,και έπειτα τρελαίνονταν και δεν μπορούσαν να αγαπήσουν καμιά γυναίκα «γιατί είχαν φιλήσει την έμορφη ξωθιά»…

Οι νεράιδες ή αλούστινες ή γιαλούδες σύχναζαν επίσης σε πηγάδια που συχνά τις νυχτιές χτενίζονταν και παραμόνευαν τον απερίσκεπτο διαβάτη για να τον πλανέψουν…Στα νησιά επίσης και κυρίως στην Κρήτη είχε αναπτυχθεί η πεποίθηση πως «αν ανταμώσεις με του λόγου τους μπήξε στη γη μαυρομάνικο μαχαίρ και θα τις αποδιώξεις»…

Στη Σάμο στο χωριό Λέκα βρίσκονται σε κάποιο σημείο πλατάνια,τα οποία απαγορεύεται να τα κόψεις καθώς προφυλάσσονται από δαιμόνια.
Σε πολλές περιοχές μάλιστα πίστευαν πως αν συναντούσες κάποιο αερικό δεν έπρεπε να μιλήσεις γιατί αλλιώς θα σου έπαιρνε τη λαλιά,αυτό πραγματικά είναι αξιοπερίεργο διότι είναι πολύ λίγες τέτοιες αναφορές και μπορούν να εξηγηθούν ιατρικά.Τέλος οι ανεράιδες,ξωτικά,ξωθιά και αερικά αποτελούσαν μέρος της καθημερινής ζωής πολλών χωριών και πόλεων,ώστε να ονομάζονται και κάποια χωριά με το πρόθεμα νεράιδα…

Ένα σωρό πλάσματα θα βρούμε να κατακλύζουν την ελληνική παράδοση και με τις ιστορίες τους να «στοιχειώνουν» τις σκέψεις αυτών που τις διηγούνται και αυτών που τις ακούνε. Δράκοι που φυλάνε τα νερά ποταμών και στοιχειά που προστατεύουν δέντρα, ώστε κάθε επίδοξος ενοχλητικός να εξολοθρεύεται πριν βεβηλώσει την ιερότητα των δέντρων και του νερού.

Ένα τέτοιο δράκο σκότωσε και ο Άγιος Γεώργιος στη χριστιανική παράδοση σε μία από τις πολλές πτυχές αυτής της ιστορίας.

Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας πιστεύεται πως το νερό κοιμάται μια ώρα τη νύχτα, και αν κάποιος επιδιώξει να πιει θα πρέπει με το χέρι του να ταρακουνήσει λίγο τα νερά ώστε να «ξυπνήσει» το νερό και να πιεί, αλλιώς αν το τρομάξει κινδυνεύει είτε να χτυπηθεί από το στοιχειό του νερού είτε να δηλητηριαστεί.

Θα ακούσουμε έπειτα τις αφηγήσεις στη Στερεά Ελλάδα και την επαρχιώτικη κυρίως Μακεδονία για τα λεγόμενα χαμοδράκια ή σμερδάκι ή χαμόδρακα. Δαιμόνια που ήταν άκρως επιθετικά στις ορεινές περιοχές λόγω του ότι επιτίθονταν σε κοπάδια βοσκών και είτε τα αφάνιζαν είτε απλώς τα έπνιγαν. Επικρατεί και η αντίληψη πως πρόκειται και για δαιμόνια που «καβαλούσαν» κάποιον άνθρωπο ώστε να τον αποτρελαίνουν και να τον δαιμονίζουν. Είχαν τη μορφή κριαριού-τράγου και νύχια που τους έδιναν την ικανότητα να πνίγουν το επίδοξο θύμα τους.Αυτή τους η εμφάνιση μας παραπέμπει στο κατάλευκο τράγο που τριγυρνούσε ελεύθερος και ομορφότερο του δεν υπήρχε. Όποτε το συναντούσαν κυρίως τη νύχτα προσπαθούσαν να το αρπάξουν και να το βάλουν στο κοπάδι τους, μάταια όμως για τους επίδοξους το τρίχωμά του ήταν μαγεμένο και κολλούσες κυριολεκτικά επάνω του, έτσι σε έσερνε μέχρι να σε ρίξει σε κάποιο γκρεμό ή φαράγγι.

Το φαράγγι που στη χώρα μας το βρίσκουμε συνυφασμένο με την παρουσία καλλικάντζαρων, δαιμονικών όντων και κυρίως του διαβόλου. Πιστεύεται ακόμα και σήμερα σε πολλά χωριά της Ελλάδας πως αν τύχει νύχτα και περάσεις από φαράγγι θα ακούσεις καλικάντζαρους που θα σε φωνάζουν και μπορεί ακόμα και να σε στοιχειώσουν ολόκληρο. Ενώ αν περάσεις από φαράγγι που πριν είχαν διαβεί διαβόλοι τότε και εσύ θα γίνεις ένα μέρος της μαύρης μαγείας τους. Στα χωριά μπορούμε να βρούμε ανεξάντλητες πηγές τέτοιων ιστοριών που θα μας καθηλώσουν,καθώς τα πάντα (μύλος,σπίτια,πηγές,μονοπάτια) είχαν τη δική τους μικρή και τρομακτική ιστορία.

Λίγες δεν είναι επίσης και οι αναφορές για μάγισσες,που κατά καιρούς είχαν διάφορους ρόλους, πότε χαρτορίχτρας και πότε κατασκευάστριες μαγικών φίλτρων, άλλες πάλι ήταν και επικίνδυνες για τους ανθρώπους. Στη Φλώρινα ακόμα οι παλαιότεροι θα θυμούνται για μια τέτοια γυναίκα που συνήθως καθόταν πάνω σε μια βρύση-πηγή και έκανε μάγια στους περαστικούς.


Η Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία ανεξάντλητη πηγή μυστηρίου και σίγουρα να συνεπάρει πολλούς εξερευνητές της μέσα σε πέπλα ονειρικά ταξιδεμένα σε χρόνους παράλληλους σε εμάς αλλά καλά κρυμμένους σε πονηρά μάτια.

Μυστηριώδεις μορφές τριγυρνούν κάτω από τα μάτια μας και πίσω από την πλάτη μας,μα όταν πραγματικά «δούμε» τίποτα πια δεν θα μας φαίνεται μυστήριο.Τέτοιες μορφές θα συναντήσουμε σε πολλά μέρη μας, τον αράπη που τριγυρνά τις νύχτες και βόσκει(;) τα τάλιρα του προκαλώντας ένα θόρυβο που προσελκύει κάθε περίεργο άτομο.Τη γουρούνα με τα γουρουνάκια της που τις νυχτιές τριγυρνά στις εξοχές, αλλά δεν ανήκει στα χοιρινά κανενός αγρότη. Για τα στοιχειά που «ορίστηκαν» (από ποιόν αλήθεια;) να φυλάττουν ολόκληρα χωριά. Όπως η Καστανιά και το Νεχώρι της Φθιώτιδας που συχνά πολεμούσαν(τα στοιχειά) για την κυριαρχία μιας κορφής της Οίτης, αλλά κυρίως για την προστασία του χωριού. Για στοιχειά που απλά βρίσκονταν στα χωριά, και η απόδειξη οι τρομεροί ήχοι που ακούγονταν στα χωριά τα βράδια αλλά και τα μεσημέρια, πολλές φορές χωρίς λόγο, υπήρχαν όμως στιγμές που έσκουζαν νυχτιές ολόκληρες επειδή πέθανε κάποιο σημαντικό και καλοκάγαθο άτομο στο χωριό, θρηνώντας έτσι το νεκρό και την απώλεια.

Και επειδή το μυστήριο δε γνωρίζει διαχωρισμούς,ενώ τα στοιχειά των χωριών είχαν συνήθως τη μορφή βοδιών, τράγων και κατσικιών,έχουμε και στην βόρεια Πελοπόννησο αναφορά για στοιχειωμένα μελίσσια που είναι πάρα πολύ άγρια και κανείς ποτέ δεν τολμά να περάσει από εκεί, πόσω μάλλον να πάρει και το μέλι τους.

Ο σημερινός ποταμός Ελικώνας παλαιότερα λεγόταν Ουρλιάς,γιατί ο ήχος των νερών του μοιάζει με ουρλιαχτά ζώων!

Οι βρυκόλακες πάλι αποτελούν και αυτοί κομμάτι της αρχέγονης παράδοσης μας, ο πολιτισμός μας μεγάλωσε μαζί με αυτούς και τις νεράιδες(νύμφες). Βρυκόλακες, ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της Ελλάδας που κοσμούν με το αίμα τους μαζί με τα κακά πνεύματα τις κιτρινισμένες σελίδες αυτού του τόπου. Η ιστορία γνωστή, ο νεκρός που σηκώνεται από τον τάφο του και στοιχειώνει τόπους και περάσματα, επιδιώκοντας να δαγκώσει το επόμενο θύμα του για να τραφεί με αίμα. Σε κάθε μέρος οι παραδόσεις για αυτούς ποικίλλουν σε όλες τις πτυχές της ζωής τους. Στην Πρέβεζα δεν βγαίνουν Κυριακή, στη Ναύπακτο βγαίνουν το Σάββατο, το ίδιο και στην Αθήνα…Το φως της μέρας το απεχθάνονται μα είναι και μοιραίο για αυτούς. Έτσι τριγυρνούν τη νύχτα, ψάχνοντας απελπισμένα το θύμα τους,εξαφανίζονται τη στιγμή πριν την αυγή, για τους στερεοελλαδίτες και τους νησιώτες εξαφανίζονται όταν λαλήσει μαύρος κόκκορας. Για αυτό πάντα φρόντιζαν να έχουν ένα, που δύσκολα θα τον έσφαζαν,έχοντάς τον για προστασία…

Το γεγονός γιατί κάποιος να γινόταν βρυκόλακας είχε επίσης πολλές επεξηγήσεις και ιστορίες. Το «βρικολάκιασμα» οφειλόταν στη μαύρη ψυχή του νεκρού που είχε «πουλήσει» την ψυχή του στον διάβολο, παράδοση των στερεοελλαδιτών κυρίως. Οι αδικοσκοτωμένοι, οι ταλαιπωρημένοι, οι εκδικούντες των ζωντανών, «μαγεμένοι» και τέλος οι άταφοι, οι άκλαυτοι και οι άψαλτοι! Στα νησιά και σε πολλά ορεινά χωριά πίστευαν πως δεν πρέπει να κοιτάξεις τη νύχτα καθρέφτη γιατί είτε θα γινόσουν βρικόλακας είτε θα έβλεπες κάποιον και θα γινόσουν θύμα του διαβόλου. Στα νησιά επίσης πίστευαν πως τα μωρά που πέθαιναν στη γέννα ή πέθαιναν αβάφτιστα, τα έπαιρνε ο διάβολος τα βασάνιζε και έπειτα γίνονταν οι χειρότεροι εφιάλτες για τους ζωντανούς. Οι βρυκόλακες λόγω της ημιμάθειας σε αυτά τα θέματα τις παλαιότερες εποχές ήταν συνυφασμένοι με τα κακά πνεύματα, που τις νύχτες του χειμώνα πήγαιναν στις σκεπές των σπιτιών και προσπαθούσαν να μπουν μέσα. Και η νοικοκυρά θέλοντας να προστατέψει το σπιτικό της έβαζε στο δοκάρι της εξώπορτας από την έξω μεριά, πηρούνι και μαχαίρι με κομμένες τις λαβές, ώστε να δείχνουν τις κοφτερές μύτες τους και ότι το σπίτι αποδιώχνει τα κακοποιά πνεύματα όντας οπλισμένο…

Σήμερα μας φαίνονται τόσο απόμακρες σε μερικούς αυτές οι δοξασίες, μα αυτές μεγάλωσαν τους προγόνους μας και τους προστάτεψαν από δύσκολα γεγονότα. Γενιές Ελλήνων έζησαν δίπλα στο φανταστικό και το απόκοσμο, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά άθελά τους. Είδαν άλογα τη νύχτα χωρίς αναβάτες να ορμούν σε γκρεμούς, γυναίκες που δεν τις ήξεραν εκείνες να τους μιλούν, έγραψαν τις δικές τους σελίδες στο μεταφυσικό διάφανο πέπλο της Ελλάδας..μιας Στοιχειωμένης Ελλάδας!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Πηγή «ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΧΕΤΥΠΟ
ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΚΡΗΤΗΣ, ΠΕΛΛΟΠΟΝΗΣΟΥ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΝ

Κοντά στην Αιδηψό, το χωριό Άγιος και στην θέση Κουβέλα, υπάρχει ένα ψηλό και απότομο γιοφύρι που αξίζει τον κόπο να σταματήσει κανέις για λίγο, να το περιεργαστεί. Αξίζει να δει την όμορφη ψηλοκρεμαστή καμάρα του που είναι απο καλοπελεκημένη, γαλάζια αγριόπετρα, χτισμένη με σπάνια αρχιτεκτονική και μαστοριά.

Οι αιώνες που πέρασαν απο πάνω του δεν το πείραξαν καθόλου. Ούτε οι μεγάλες κατεβασιές το χειμώνα, οταν το ορμητικό νερό του ποταμού το χτύπαγε μέχρι τα μισά! Στέκεται εκεί σα στοιχειωμένος πέτρινος γίγαντας, που δεν τον φοβίζει τίποτα! Πόσες γενιές πέρασαν απο τότε που χαράχτηκε εκέινος ο δρόμος Αιδηψού-Ιστιαίας, όπου στέριωσαν και το γιοφύρι! Κι ακόμα, πόσοι άνθρωποι το διάβηκαν και πόσοι μέλει να το διαβούν. Κι εκείνο θα στέκεται εκεί απείραχτο και ατάραχο!

Ένας πολύ γέρος του χωριού, μου εξιστόρησε έτσι, σαν παραμύθι, το θρύλο για το χτίσιμο του γιοφυριού, που έχει δεθεί με το ονομα μιας όμορφης γυναίκας.
«Τον καιρό που χτίστηκε το γιοφύρι, απο κάποιον ξακουστό πρωτομάστορα, ζούσε στο χωριό μας ετούτο μια πεντάμορφη γυναίκα. Κυπαρισσένιο το κορμί της, ήλιος το προσωπό της, κι ασπροκόκκινο σαν απριλιάτικο τριαντάφυλλο το δέρμα της. Ντούμινα την έλεγαν. Ότι που είχε παντρευτεί, στα δεκαοχτώ της, κείνη τη χρονιά που ’ρθε ο πρωτομάστορας στο χωριό μας να βάλει τα θεμέλια του γιοφυριού.
Την πρώτη μέρα που ’βαζε τα σχέδια ο πρωτομάστορας, κατέβηκε όπως όλες οι γυναίκες του χωριού, και η Ντούμινα με την στάμνα της να πάρει νερό απο τη βρύση που ‘ταν κοντά στο μελούμενο τότε γιοφύρι. Άστραψε ο τόπος και η ρεματιά! Μοσκοβόλησε ο αγέρας θηλυκό, σαν πέρασε δίπλα όπου έστεκε ο πρωτομάστορας, κι εκείνος τα ‘χασε! Νέος, γερός και όμορφος, μόλις που την αντίκρυσε έμεινε ο νούς και η καρδιά του σ’ αυτήν. Ποτέ του, όσα μέρη κι αν γύρισε, δεν ξανάχε δει τέτοια παράξενη ομορφιά, ίδια νεράιδα. Σαν έμαθε όμως πως ήταν παντρεμένη, μαράθηκε! Τη ζήλεψε, ζήλεψε και μίσησε ακόμα τον άντρα που την παντρέυτηκε και καταράστηκε τη μοίρα του γιατί να μην τον βοηθήσει να τη γνωρίσει πριν παντρευτεί!
Σε λίγες μέρες ετοιμάστηκαν τα σχέδια του γιοφυριού κι ανοίχτηκαν τα φαρδιά και βαθιά θεμέλια. Έτσι έφτασε κι η ημέρα που θ’άρχιζε το χτίσιμο. Το πρωί εκείνο θα ‘ριχνε ο πρωτομάστορας τη πρώτη πέτρα στο θεμέλιο. Όμως κατά το έθιμο τότε των μαστόρων, για να θεμελιωθεί και να στεριώσει το γιοφύρι, έπρεπε να στεριώσουν τον πρώτο τυχόντα περαστικό ή περαστικιά απο εκεί. Έτσι αποφάσισαν και περίμεναν οι μαστόροι, κείνο το πρωι, ποιός ή ποιά θα περνούσε για τη βρύση ή το ρέμα, να τον φωνάξει ο πρωτομάστορας κοντά στο θεμέλιο και να ρίξει την πρώτη πέτρα πάνω στον ίσκιο του.
Κείνο το πρωινό, με το σκάσιμο του ήλιου, απο το βουνό της ανατολής, κίνησε η Ντούμινα να πάει στο ρέμα για κοπάνισμα. Έτσι, αστάλαχτη στο ντύσιμο καθώς ήταν όλες τις ώρες, έβαλε τον μπόγο στο κεφάλι της κρατώντας τον με το να της χέρι, ενώ με τ’ άλλο βαστούσε τον κόπανο και κατηφόρισε προς το ρέμα. Τα ψέυτικα φουριά της μπόλιας της άστραφαν στον πρωινό ήλιο κι αντιφέγγιζαν στο αιθέριο της πρόσωπο!
Έτσι καθώς την είδαν οι μαστόροι να κατεβαίνει, την αποθαύμαξαν, αναστέναξαν, κι ύστερα έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα για πολλή ωρα! Την κοίταξε κι ο πρωτομάστορας και πώς δε λιποθύμησε απο την ταραχή του! Απο τη μία ζήλευε πολύ που δεν μπορούσε να την κάνει δική του. Απο την άλλη όμως την λυπόταν, δεν ήθελε να είναι εκείνη που θα στοίχειωνε. Να, όμως, που η μοίρα το ‘θελε έτσι!
Η λυγερόκορμη Ντούμινα έφτασε στο ρέμα, καλημέρισε με χαμόγελο τους μαστόρους κι ύστερα προχώρισε στο ποτάμι, όπου ο βόθανος με τις πλακαρόπετρες που κοπάνιζαν. Απόθεσε στην ακροποταμιά το μπόγο, ξιπολήθηκε κι ύστερα σήνωσε λίγο ως τις γάμπες της τη χιονάτη, μακριά ως τον αστράγαλο, παλιαρούτα της που την έπιασε πίσω μπρος με δυο παραμάνες. Και σαν μπήκε στο κατακάθαρο νερό του ποταμιού, καθρεφτίστηκαν τα ασπροκόκκινα πόδια της, τα τόσο λαχαριστά και εξαίσια. Έσκυψε ύστερα το κορμί της να ταχτοποιήσει την πλακαρόπετρα, και τότε έτσι, καθώς μια κατακόκκινη ηλιαχτίδα τη σημάδεψε, φάνταξε σ’ όλους ίδια πεντάμορφη καμάρα γεφυριού!
Ο πρωτομάστορας, αφού την αποθαύμασε και τη ροκάνισε με τα μάτια του, έτσι, καθώς καθόταν στην άκρη του θεμελιού, για μια στιγμή πήρε θάρρος και φώναξε σαν απο βαθύ ύπνο:
‘Καλή αρχόντισσα, παίρνεις αν θες λίγο το μαντίλι μου να το πλύνεις. Έτσι να ‘χεις πολύ καλό…’
Εκείνη, αφού δίστασε στην αρχή, ξεκίνησε ρέμα-ρέμα και έφτασε ως την άκρη του θεμέλιου, όπου απο την άλλη μεριά έστεκε ο πρωτομάστορας. Κι έτσι καθώς έσκυψε να πάρει το μαντίλι, έπεσε για καλά ο ίσκιος της στον πάτο του θαμελιού. Τότε –χωπ!- έριξε την πρώτη πέτρα ο πρωτομάστορας στο θεμέλιο, πάνω ακριβώς στον ίσκιο της Ντούμινας!
Λένα πως η Ντούμινα δεν το πήρε είδηση, ούτε και ήξερε απο αυτά τα τερτίπια και τα ξετάσματα των μαστόρων. Όμως στο χρόνο πάνω πέθανε! Και πέθανε κείνη τη μέρα ακριβώς που τελείωνε το γιοφύρι και έκαναν τα εγκαίνια στο φαρδύ εκέινο αμαξόδρομο.
Λένε πως πέθανε απότομα, έτσι, χωρίς αρρώστια, μόλις που ‘κλεισε τα είκοσι, νιόπαντρη, μ’ ένα παιδί στα σπλάχνα της! Αναστατώθηκε όλο το χωριό! Έκλαψε όλη η γούρνα εκείνη. Έκλαψε όμως πολύ και ο πρωτομάστορας, που δεν είχε προλάβει ακόμα να φύγει απο το χωριό. Έκλαψε πολύ, γιατί πίστευε στα σοβαρά πως αυτός τη θανάτωσε, επειδή την είχε στοιχειώσει για να στεριωθεί το γιοφύρι.

Απο τότε, λένε, άρχισε να βγαίνει το φαντασμά της στο γιοφύρι εκείνο. Την έχουν δει πολλοί να ανεβαίνει, ακριβώς τα μεσάνυχτα, απο το θεμέλιο του γιοφυριού, ακριβώς απο εκεί που στοιχειώθηκε. Ανεβαίνει αεράτα, αργά και στέκεται ψηλά στο μαρμαρένιο χείλος του γιοφυριού. Βγαίνει, λένε, πάντα με τα καλά της σεγκούνια, με την καλή της φορεσιά. Έτσι καθώς έβγαινε, σαν ζούσε, στα πανηγύρια και τις λαμπρές μέρες. Έτσι καθώς την είχαν ντύσει για τον άλλο κόσμο! Φοράει την καινούργια μπόλια, κόκκινο χρυσοκάβαδο με διπλή αρματωσιά, φλουριά στα στήθια και στην καμάρα του μετώπου της. Αστράφτει και φέγγει σαν τον ήλιο (λένε αυτοί που την είδαν) και στέκεται εκεί στο χείλος του γιοφυριού για καμπόση ώρα, ακριβώς τα μεσάνυχτα κι ύστερα αξαφανίζεται πάλι σαν αέρας.
Πάρα πολλοί, λένε, είχαν δει την στοιχειωμένη Ντούμινα. Γι’ αυτό μέχρι πριν λίγα χρόνια, όπου ο κόσμος άρχισε να μην πολυπιστεύει στα φαντάσματα και τα στοιχειά, το γιοφύρι αυτό φοβόταν ο καθένας να το περάσει τη νύχτα μόνος του. Πολλοί που βρίσκονταν στην ανάγκη, το πέρναγαν βιαστικά λέγοντας το ‘Πάτερ Ημών’. Άλλοι πάλι το πέρναγαν τραγουδόντας δυνατά, γιατί κάποιος είπε πως η Ντούμινα δεν βγαίνει σαν ακούσει φωνές και τραγούδια!

Ακόμα οι καροτσέρηδες και οι σοφεραίοι φοβόνταν και αυτοί να περάσουν την νύχτα απο το στοιχειωμένο γιοφύρι κι όταν ήταν απαραίτητο να περάσουν, άρχιζαν να χουγιάζουν δυνατά τα άλογα ή να κορνάρουν συνέχεια ως ν’ απομακρυνθούν πολύ απο εκεί.

Τώρα πια, μου είπε τελειώνοντας ο γέρος, κανένας δεν πιστεύει στα στοιχειά και στα φαντάσματα. Κι όμως, οι πιο παλιοί, ακόμα και τώρα, όταν περνάνε νύχτα μόνοι απο το γιοφύρι αυτό, αισθάνονται μια κρυάδα, έναν κάποιο αόριστο φόβο…»

Πηγή «Μύθοι, Θρύλοι, Παραδόσεις» του Τάσου Παπαποστόλου
Εκδόσεις Άγκυρα – Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών

2 Σχόλια

  1. ΜΠΡΑΒΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΧΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΣΑΣ… ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΝΑ ΓΡΑΨΕΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ,ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ,, ΜΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕ ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ… ΑΠΟ ΤΑ ΒΟΘΝΑ ΤΗΣ,ΤΙΣ ΣΠΗΛΙΕΣ ΤΙΣ Κ ΤΙΣ ΛΙΜΝΕΣ ΤΙΣ. ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ ΑΚΟΥΓΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΝΑ ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΡΟΜΑΖΑΝ Κ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΙΔΙΟΙ… ΑΝ Κ ΠΛΕΟΝ ΟΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΓΕΝΝΙΕΣ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΟΥΝ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΣΠΑΝΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ… ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΣΑΣ ΜΕ ΥΠΟΣΤΙΡΙΚΤΕΣ ΟΛΟΥΣ ΕΜΑΣ… ΝΑ ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΕΝΑ SITE ΟΠΟΥ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΕΛΟΙ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥΣ ,, ΓΙΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ Κ ΤΟΥΣ ΘΡΥΛΟΥΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥΣ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ Κ ΜΕΙΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΡΓΟ!!

  2. Σε ευχαριστούμνε για την πρόταση, μπορούμε να να συνεργαστουμε με καλή θέληση.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Heritage Imaging Manchester

Heritage Imaging at The John Rylands Library

Shaolingreece

Ομάδα μελέτης ιστορικών πολεμικών τεχνών

Αντέχουμε...

για την Ορθοδοξία και την Ελλάδα μας!

ΑΒΕΡΩΦ

Διαδικτυακό Θωρηκτό

ΘΡΑΚΗ

Μυθολογικά, Ἀρχαιολογικά, Ἱστορικὰ & Λαογραφικὰ γιὰ τὴν Θράκη.

A Reader's Guide to Orthodox Icons

Feeble words about powerful images

The History of Byzantium

A podcast telling the story of the Roman Empire from 476 AD to 1453

Χείλων

Βιβλιοθήκη Κλασσικών & Φυσικών Επιστημών

Hans Talhoffer

A Historical Martial Arts blog by Jens P. Kleinau

Photografia

A slice of life.

Forgotten Films

A look at the movies forgotten by time

mediaevalmusings

1,000 years of history in blog-sized bites.

Delving into History ® _ periklis deligiannis

Ιστορικές Αναδιφήσεις® _ Περικλής Δεληγιάννης

Ακαδημία Ιστορικών Ευρωπαϊκών Πολεμικών Τεχνών

Εκπαίδευση στη χρήση αρχαίας, μεσαιωνικής και αναγεννησιακής σπαθασκίας, καθώς και εκπαίδευση στο μοντέρνο άθλημα της ξιφασκίας.

Omofagia's Blog

Θέματα που αφορούν την χορτοφαγική ωμοφαγία και την υγιεινή διατροφή Φλώρα Παπαδοπούλου

Provatotuskotus's Blog

Just another WordPress.com weblog

Αρέσει σε %d bloggers: