Ενώ η μόδα των πολεμικών τεχνών δεν είχε αρχίσει καν, υπήρχαν στο Πειραιά κάτι αγριοι τύποι που θα έκαναν τον οποιοδήποτε αλοιφή αν δεν τους άρεσε η φάτσα του . Δεν είναι τυχαίο που μέχρι και τη δεκαετία του ’90 οι Πειραιώτες χαρακτηρίζονταν ως μαχαιροβγάλτες και τεχνίτες του μαχαιριού.
Διαβάστε λοιπόν την απόκρυφη ιστορία του Πειραιά.
Τα συνοικιακά καφενεία, τα καταγώγια και τους τεκέδες του Πειραιά χτυπούσε τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η καρδιά του ρεμπέτικου. Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος…. Παράγκες, τεκέδες, εμπόριο ναρκωτικών στο φόρτε, μπουρδέλα, αγαπητικοί, κακοποιοί, λαθρέμποροι, μάγκες, νταήδες, μπερμπάντηδες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, μαχαιροβγάλτες, σκυλόμαγκες, ντερβισόπαιδα, αποφάγια μάγκες.
Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Γύφτικα, στο Χατζηκυρειάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. …, σε κάθε καταγώγιο και σε κάθε καφενείο έπρεπε να είναι κρεμασμένα 3-4 μπουζούκια και μπαγλαμάδες για το σκυλολόι (πελάτες) που εσύχναζαν μέσα, όχι όμως στα κεντρικά, μόνον στα συνοικιακά. Διότι για να είχες τότε καφενείο, έπρεπε να ήσουν μούτρο, δηλαδή να ήσουν του κουρμπετιού και να είχες εγκληματίσει απαραιτήτως. Σε αυτά τα καφενεία, δε σταματούσε μέρα-νύχτα το μπουζούκι από τους κοπρόμαγκες και τους γνήσιους μάγκες. Επίσης στου Καραϊσκάκη, στα υπόστεγα στον Πειραιά, στου Τσελέπη, το μπουζούκι ήταν στην ημερήσια διάταξη, πενιές της φυλακής από ανέκδοτους συνθέτες… Μέρα και βράδυ όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαρλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κανά παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο-φυλακή… Δεν υπήρχανε, τότες, μπουζουξήδες επαγγελματίες. Μόνο παλιοί μάγκες έπαιζαν μπουζούκι, παλιοί κατάδικοι, γεροντόμαγκες, παλιοί τεκετζήδες, μόρτηδες και άλλοι της πιάτσας.
Στα τραγούδια τους οι ρεμπέτες αναφέρονται σε αρκετούς τεκέδες και τεκετζήδες, άλλοτε πραγματικούς κι άλλοτε φανταστικούς.
Ένα απέραντο χασισοποτείο ήταν η περιοχή από το Χατζηκυριάκειο μέχρι τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Λειτουργούσαν τουλάχιστον τριάντα τεκέδες.
Το πιο πολυτελέστερο χασισοποτείο ήταν του Τζοάνου, μιας μεγάλης μορφής του κόσμου της εποχής εκείνης. Λειτουργούσε και σαν καφενείο-ουζερί, πάντα με δροσερές και ελαφροντυμένες γκαρσόνες, έτοιμες να ικανοποιήσουν απαιτητικούς πελάτες.
Ένα βράδυ, παρ ότι απαγορευόταν, ένας δόκιμος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, μπήκε στου Τζοάνου με την επίσημη στολή εξόδου. Ο Τζοάνος είτε για να τον περιποιηθεί, είτε για να τον ξεφτιλίσει, του έβαλε πάνω στο κάρβουνο τουμπεκί, που είναι βαρύτερο απ’ το χασίς.
Ο δόκιμος, αμάθητος στο ναρκωτικό, ζαλίστηκε κι αποφάσισε να φύγει γρήγορα. Παραπατούσε και κατά λάθος παρέσυρε και έσπασε με τη χλαίνη του τον αργιλέ. Τότε οι ρεμπέτες σκάρωσαν ένα τετράστιχο, που έγινε σουξεδάκι στις φυλακές:
Μας έσπασες τον αργιλέ
κυρ λοχαγέ, κυρ λοχαγέ.
Τον πήρε η μανδύα σου
Γα………………………………..
Όπως γράφει το «Ασκαρδαμυκτί» ξακουστός τεκές ήταν κι η «παράγκα του Σερενάκη», στα Δημοτικά Σφαγεία στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας. Εκεί μαζευόταν η σάρα και η μάρα. Οι χειρότεροι μαχαιροβγάλτες του Πειραιά. Σε καθάριζαν «δια ασήμαντον αφορμήν».
Ο ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΡΟΥΜΠΑ
Για τον προπολεμικό Πειραιά και το ρεμπέτικο, ο ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης, γράφει στα απομνημονεύματά – όπως τα παρέδωσε στον Κώστα Χατζηδουλή:
«Ο Πειραιάς πριν μισό αιώνα με τα καταγώγια, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα «καφέ-σαντάν» του.
Ο Πειραιάς με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Ο Πειραιάς προ 57 χρόνια όπως τον έζησα εγώ, τότε ήμουν 11 χρονών και τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Τότε και πριν έλθουν οι πρόσφυγες ήταν μικρός. Θυμάμαι το 1917 όπου ήμουν πρόσκοπος στην ομάδα του Λελούδα με έναν συμμαθητή μου που τώρα είναι δικηγόρος, επίσης και ο αδερφός του δικηγόρος είναι. Και όταν ερχότανε απ’ τη Θεσσαλονίκη το «Λαφαγιέτ», το πλοίο νοσοκομείο (γαλλικό ήτανε) στου Ξαβέριου και έφερνε Έλληνες στρατιώτες τραυματίες από τις μάχες του Σκρα και τους κερνούσαμε και μετά τους πήγαιναν στο Χατζηκυριάκειον που ήτανε νοσοκομείο τότε. Εκεί μπροστά στου Ξαβέριου ήταν αραγμένα πολεμικά καράβια γαλλικά , ιταλικά, αγγλικά και ελληνικά. Και σαν δεν είχαμε δουλειά πηγαίναμε παρέες και κολυμπάγαμε και λέγαμε στους Γάλλους «μουσχιού ντόνε μουά λεπέν» ή «ντόνε μουά νεσού». Δηλαδή, «κύριε δω μας ψωμί» ή «δω μας μια δεκάρα». Κι αυτοί μας έλεγαν «μαργαρήτ…».
Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από την μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μας μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλαο, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες το δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη (είδος μαχαιριού) επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσιο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Πειραιά μες τα λυσσασμένα τσακάλια.
Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Πειραιάς! Από την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενον. Ο Μαρούδας και ο Γαλιγάλης, οι μάγκες είχανε συνθέσει και στίχους για τους μόρτες καταδότες και ας μην τους ήξεραν και το τραγουδούσαν παίζοντας το μπουζούκι τους.
»Ο Πειραιάς τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή. Χαμαιτυπεία είχε μόνο στα Βούρλα που τώρα είναι φυλακές. Εκεί οι γυναίκες δεν βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ’ όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι! Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια οι γυναίκες αλλά όσοι εγκληματούσαν για την γυναίκα, αυτή ήταν υποχρεωμένη μέχρι να βγει απ’ την φυλακή να τον συντηρεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, θα σκοτωνότανε απ’ τους φίλους του. Αλλά και όταν έβγαινε, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί. απαραίτητος κανών!!! Για τον σκυλόμαγκα ο άγραπτος νόμος είναι σκληρός! Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λ.π. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λ.π. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά. Αυτή την διαρρύθμιση είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας. Οι φόνοι εκεί γινόντουσαν συχνότατα. Αφού του έτρωγε τα λεπτά του και τον έκανε στούπα, του έλεγε να την περιμένει απέξω! Και η αρτίστα έβγαινε αγκαζέ με τον ντερβίση της, αλλά και ο άλλος ο επαρχιώτης άγριος, και το ψυχικό γινότανε…
Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάμπολλα (λέσχες). Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα, να πουν αμέσως φυλακή σε ένα γνέμα! Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεπτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα. Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι και … όσο για μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες, κάθε συνοικία είχε τους δικούς της. Αν ακουγότανε κανένας ρεμπέτης καλός με πράξεις σωστές ρεμπέτικες, δηλαδή παλικαρίσιες εξηγήσεις, τότε ακουγότανε και στον Πειραιά, δηλαδή στην καρδιά του Πειραιά. Στα παιχνίδια που είχαν οι νταήδες ανεγνωρισμένοι… Έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του και από μαχαλόμαγκας αφανής –ενός μαχαλά -γινότανε διεθνής. Αναγνωριζότανε από όλες τις συνοικίες, αλλά πως;
Έπρεπε με έργα και όχι με λόγια, να μαλώσει, να μαχαιρώσει, να μπιστολίσει, να τραυματίσει καλόν νταή ανεγνωρισμένον, ασχέτως εάν δεν πήγε στην φυλακή. Μηνύσεις δεν γινόντουσαν, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο χτυπημένος απ’ το νοσοκομείο…
Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά… και σου έλεγε μακάρι μόλις βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια…Αν όμως έκανες μήνυση κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα και να σε ξεφτιλίζουν…Τέτοια γινόντουσαν που και που, μάλλον από γερασμένους νταήδες και από φιγουρατζήδες ρεμπέτες…
Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο – φυλακή. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι. Παιδιά κάτω των 20 χρόνων και ανώμαλοι απαγορευότανε η είσοδος δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσάς! Εδώ το νταραβέρι είναι του τάδε και συχνάζει όλο το σκυλολόι».
Να σημειώσουμε εδώ ότι η ιστορία μιας περιοχής γράφεται κυρίως από τέτοιες αφηγήσεις.
Ωστόσο ο π. Φιλόθεος Φάρος που μεγάλωσε στην Τρούμπα γράφει στο βιβλίο του «Η αλλοίωση του Χριστιανικού ήθους»: «Οι πόρνες και οι χασικλήδες της Τρούμπας δεν εστηρίζοντο στην δική τους δικαιοσύνη, όπως οι καθώς πρέπει ευσεβείς και γι’ αυτό όχι μόνον δεν είχαν έπαρση αλλά είχαν και μια αυθόρμητη ταπείνωση. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αποκρύπτουν τη κατάντια τους. Δεν κάλυπταν την παλιανθρωπιά τους με μια μάσκα υποκριτικής ευπρέπειας. Δεν έκρυβαν την οργή τους με ανατριχιαστικά ευγενικά χαμόγελα, και είχαν μια γνήσια πίστη στην δύναμη και στην αγάπη του Θεού, γιατί αν και ομολογούσαν την κατάντια τους, δεν σταματούσαν να ζητούν και να ελπίζουν χωρίς μεγαλορρημοσύνες στο έλεός του».
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος γραφει:
Ο μπουζουξής που φυλακίστηκε ως «δημόσιος κίνδυνος» και άλλες ιστορίες από την west coast του Πειραιά.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, γνωστός από το έπος «Εγώ Γκάνγκστα Φαινόμουνα Να Γίνω Από Μικράκι», επί Μεταξά είχε πιάσει γκόμενα μια πόρνη, τη Σοφία.
Κι εκεί που ήσαντο στα μέλια, κάτι νταβατζήδες τον «πείθουν» να την αφήσει να φύγει από την Αθήνα και να πάει να δουλέψει σ’ ένα μπουρδέλο στη Θήβα. Εκείνη του υποσχέθηκε ότι θα έχουν επικοινωνία, ότι θα συνεχίσει να τον αγαπάει και άλλα τέτοια απίστευτα.
Μετά από δέκα μέρες η Σοφία του στέλνει γράμμα ότι δεν θα γυρίσει πάλι στην Αθήνα γιατί την προξενεύουν με έναν ενωματάρχη και να την ξεχάσει.
Δεν το πολυσκέφτηκε ο Γενίτσαρης. Πήρε ένα ταξί, δυο μπουκάλες ούζο κι έφυγε μέσα στη νύχτα μαζί με την παρέα του, για να βρει την πουτάνα του.
Απολογισμός: ένα μπουρδέλο με κάθε δωμάτιό του σπασμένο, δυο δάχτυλα της τσατσάς κομμένα απ’ τη μαχαίρα του Γενίτσαρη και ένας ανθυπολοχαγός μαχαιρωμένος ψηλά στο πόδι, με την «λεπίδα» να βγαίνει πίσω στα κωλομέρια του, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Γενίτσαρης στην αυτοβιογραφία του.
Για το περιστατικό αυτό ο Γενίτσαρης γλίτωσε τη φυλακή, για άλλα περιστατικά όμως όχι. Κατά τη διάρκεια της ζωής του πήγε τρεις φορές φυλακή, αλλά και ένα χρόνο εξορία στην Ίο ως «δημόσιος κίνδυνος».
Οι τεκέδες δεν ήταν ακριβώς cocktail bars
Για τους τεκέδες τα πράγματα λίγο πολύ είναι γνωστά.
Η λαϊκή κομπανία «Τα Ζουζούνια» σε μια πιστή αναπαράσταση της ατμόσφαιρας των τεκέδων. (Γιατί νομίζεται ότι η εκκλησία είχε απαγορέψει τα ρεμπέτικά που τώρα μόνο απαγορευμένα δεν είναι; Μα φυσικά ξεχάστηκε για πάντα η ιστορία των πρωταγωνιστών. )
Στα Βούρλα ωστόσο, περιοχή του Πειραιά, υπάρχαν κάποιοι ιδιότυποι τεκέδες που όπως αναφέρει ο Μάρκος Βαμβακάρης λειτουργούσαν και ως μπουρδέλα. Δηλαδή, αυτός που μαστούρωνε, προχωρούσε σε έναν διάδρομο και αριστερά δεξιά είχε μικρά παραθυράκια στο ύψος των γεννητικών οργάνων.
Άνοιγε ένα παράθυρο, άφηνες ένα τάληρο και κάποια προσφυγοπούλα «φερμάριζε τα πισινά της κι έκανες τη δουλειά σου». Μετά έφευγε, χωρίς να δεις ποτέ το πρόσωπό της. Κάτι σαν τα glory hole που βλέπετε σε αυτά τα youporn, τα πως τα λέτε εσείς η νεολαία.
Χαρακτηριστικό δείγμα προσφυγοπούλας της εποχής
Το crew του Βαμβακάρη την έπινε δίπλα σε σκυλόψαρα
Στον προπολεμικό Πειραιά κάθε λόφος, ρέμα και παραλία ήταν καβάτζα για χασισοπότες. Το κυνήγι που τρώγανε από την αστυνομία, το οποίο όσο πέρναγε η δεκαετία του ’30 γινόταν πιο άγριο, τους ανάγκαζε να μαζεύονται σε όλο και πιο απόμερα και απαγορευμένα μέρη για να ανάψουν τον λουλά.
Πόσο απαγορευμένα μέρη; Τόσο: «Καταλαβαίνεις με τί λαχτάρα έπαιρνα το δρόμο για τον τεκέ. Μια φορά έτρεξα στη σπηλιά του Κουλού που ήταν μια ακτή εδώ της Δραπετσώνας, η οποία ονομάζεται Απαγορεύεται» θυμόταν ο Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του. «Από τότες το λέγανε Απαγορεύεται διότι εκεί πέρα φάγανε τα σκυλόψαρα δυο τρεις ανθρώπους».
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης το 1940 λίγο πριν το πόλεμο μπήκε φαντάρος. Άντεξε πέντε μέρες και μαζί μ’ έναν ακόμη φαντάρο απ’ τα Καμίνια το πήραν απόφαση να κάνουν μαντραπήδα.
Αυτό που τους την έδωσε περισσότερο ήταν ότι οι δύο γκόμενες που είχαν (οι οποίες, ξέρω θα ακουστεί απίστευτο, αλλά ήταν πουτάνες) τα ’χανε μπλέξει με άλλους. Του Γενίτσαρη η Σοφία είχε βρει ένα κελευστή, του άλλου του φαντάρου του Γιάννη του Βασάλου με τ’ όνομα, είχε μπλέξει με έναν αρχιφύλακα του τμήματος Ηθών.
Στάση πρώτη στο μπουρδέλο που δούλευε η γκόμενα του Γενίτσαρη. Δεν πρόλαβε να του πει ότι «συγγνώμη, το ξέρω ότι η απιστία δεν είναι μαγκιά, αλλά αυτοταπείνωση» και της κατάφερε μαχαιριά στο αριστερό μάγουλο, με το μαχαίρι να βγαίνει απ’ το δεξί. Και όλα αυτά μπροστά σε αστυνομικούς, από τους οποίους όμως κατάφερε και το’ σκασε.
Στάση δεύτερη τα Βούρλα, όπου «δούλευε» η γκόμενα του Βασάλου, η Νίτσα. Εκεί την είδανε μέσα στα σκοτάδια με έναν τύπο που νόμισαν ότι είναι ο αρχιφύλακας. Ο Βασάλος πλησίασε, τον μαχαίρωσε και το βάλανε στα πόδια. Τελικά, δεν ήταν ο αρχιφύλακας, αλλά ένας άλλος ρεμπέτης, ο Στέλιος Κηρομύτης (το πιο γνωστό του τραγούδι είναι αυτή η φούγκα σε ρε μείζονα).
Με τα πολλά τους συλλάβανε και ο Γενίτσαρης μπήκε φυλακή για δύο χρόνια, παρά το γεγονός ότι η πόρνη που μαχαίρωσε, κατέθεσε υπέρ του στο δικαστήριο.
Υπήρχε ένας τύπος πιο τρελός από όλους (και το έλεγε και το nickname του)
Το 1938, ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας, ένας από τους πιο γνωστούς νταήδες του Πειραιά, έκανε ένα φόνο. Θύμα του ήταν ο Κώστας ο Στρίγκλας, το φόβητρο της Φρεαττύδας, ένας σκυλόμαγκας που όπως λένε τραβούσε μαχαίρι για το παραμικρό.
Αυτοί οι τύποι λοιπόν με τα ονόματα βγαλμένα από κακή Επιθεώρηση, παρεξηγήθηκαν σε έναν τεκέ, κάτι είπε ο Τρελάκιας στον Στρίγκλα και εκείνος του το κράτησε.
Αιτία του φονικού άρα, με τα σημερινά δεδομένα, ήταν ένα rap challenge που πήγε στραβά.
«Τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, τον Νίκο τον τρελάκια,
παιδί τζιμάνι, μάγκες μου, μα κάνει καυγαδάκια»
Έτσι ένα απόγευμα ο Στρίγκλας, μαζί με έναν ξαδερφό του ψιλομούτρο, πήγαν να βρουν τον «Madman» Μάθεση στην αγορά του Πειραιά, που εκείνος είχε πάγκο. Του επιτέθηκαν ξαφνικά, ο ένας τον κράτησε και ο Στρίγκλας με το μαχαίρι τον χτύπησε στον λαιμό και στην πλάτη. Χωρίς να μασήσει σαν τη λουλού τον Notorious, ο Μάθεσης τράβηξε πιστόλι, του έριξε τέσσερις φορές και τον σκότωσε.
Ο Τρελάκιας έγινε καλά, έμεινε για λίγο στη φυλακή αλλα το δικαστήριο τον αθώωσε γιατί έκρινε ότι βρισκόταν σε άμυνα. Συνέχισε να πουλάει νταηλίκια και να γράφει στίχους για τον Μπάτη, τον Παπαϊωάννου, τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη – τον τελευταίο μάλιστα κάποτε τον τρύπησε με πιρούνι στον λαιμό, μετά από μία διαφωνία.
… ο Τρελάκιας όμως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη
Το διάστημα που ο Μάθεσης έμεινε φυλακή για το φόνο του Στρίγκλα ήταν δύσκολο. Το μυαλό του βασάνιζε μια υπόσχεση που είχε δώσει και δεν μπορούσε να τηρήσει όσο τον κρατούσαν τα κάγκελα.
Τελικά αποφυλακίστηκε και όπως θυμόταν σε μεταγενέστερη συνέντευξή του «Μεγάλη Παρασκευή πήγα στον τάφο του Στρίγκλα, μαστούριασα και μετά τον έχεσα! Γιατί το ’χαμε πει, ότι όποιος καθαρίσει από τους δυο θα πάει να χέσει στον τάφο του αλλουνού! Και έτσι έκανα».
Το λεξικό της Τρούμπας (Πειραϊκόν Λεξικόν)
Filed under: ΙΣΤΟΡΙΑ |
Σχολιάστε